Αμφισβητούν τη διαδικασία που ακολουθεί η Ιερά Σύνοδος, όσον αφορά στις καταγγελίες και το σκάνδαλο για τη Μονή Οσίου Αββακούμ οι δύο μοναχοί, οι οποίοι σε υπόμνημα που έστειλαν στην Ανακριτική Επιτροπή, ζητούν όπως ακυρωθούν οι εν λόγω διαδικασίες και ξεκινήσει άλλη, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο. Οι δύο μοναχοί, μέσω των δικηγόρων τους, υπέβαλαν το
Αμφισβητούν τη διαδικασία που ακολουθεί η Ιερά Σύνοδος, όσον αφορά στις καταγγελίες και το σκάνδαλο για τη Μονή Οσίου Αββακούμ οι δύο μοναχοί, οι οποίοι σε υπόμνημα που έστειλαν στην Ανακριτική Επιτροπή, ζητούν όπως ακυρωθούν οι εν λόγω διαδικασίες και ξεκινήσει άλλη, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο.
Οι δύο μοναχοί, μέσω των δικηγόρων τους, υπέβαλαν το υπόμνημα στην Ιερά Σύνοδο, στο οποίο υπάρχει μία αναλυτική περιγραφή των σημείων που οι ίδιοι αμφισβητούν και καταθέτουν ποιες κατά την άποψή τους είναι οι σωστές διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν.
Αναλυτικά η ανακοίνωση των δικηγόρων των μοναχών:
«Όπως γνωρίζετε, με την από 8ης Μαρτίου 2024 απόφασή της η Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, κατόπιν καταθέσεως φακέλου από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, αποφάσισε την παραπομπή των πελατών μας στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, προκειμένου να δικαστούν για κανονικά παραπτώματα.
Το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, αφού συνεδρίασε την 13η Μαρτίου 2023, αποφάσισε την παραπομπή της υποθέσεως στην Ανακριτική Επιτροπή, επειδή προέκυψαν στο διαρρεύσαν διάστημα πρόσθετα στοιχεία, σχετικά με τις καταγγελίες που προωθούνται από τον Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής Ησαΐα .
Έχοντας αμφότεροι εν τοις πράγμασι την ιδιότητα των κατηγορουμένων, αφού οι πελάτες μας – όπως ήδη γνωρίζετε – έχουν παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, επιθυμώντας, δε, την απονομή δικαιοσύνης μέσω της ακριβούς τηρήσεως της διαδικασίας, υποβάλλουμε ευσεβάστως προς υποβοήθησιν του έργου σας το παρόν Υπόμνημα, αφορών σε καίριες επισημάνσεις – ενστάσεις μας ως προς το κύρος της μέχρι τούδε διαδικασίας.
Α. Κατά το άρθρο 2 Παράγραφος 1 του ΚΧΕΚ (Παράρτημα Β’, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Η καταγγελία υποβάλλεται στα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας της Κύπρου, τα οποία και την παραπέμπουν στην Ανακριτική Επιτροπή, εκτός αν η καταγγελία αφορά σε μικρής σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα κληρικών, μοναχών και λαϊκών, τα οποία κατά το άρθρο 79 του ΚΧΕΚ, εκδικάζει μόνος ο επιχώριος Αρχιρεύς».
Όπως προκύπτει από την συγκεκριμένη διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την νόμιμη και κανονική έναρξη της διαδικασίας ενώπιον των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων συμφώνως προς τον ΚΧΕΚ είναι η υποβολή καταγγελίας σ’ αυτά, δηλαδή ενώπιον του επιχώριου Αρχιερέα, του Επισκοπικού Δικαστηρίου, του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου.
Η καταγγελία αυτή, οπωσδήποτε και αυτονοήτως έγγραφη, υποβάλλεται:
– είτε από τον παθόντα (βλ. άρθρο 2 πργφ. 2 του ΚΧΕΚ (Παράρτημα Β ́, ΙΙ. Ποινική Δικονομία) είτε από οποιοδήποτε ενήλικο μέλος της Εκκλησίας (βλ. άρθρο 3 πργφ. 2 του ΚΕΚ (Παράρτημα Β’, ΙΙ. Ποινική Δικονομία). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι πελάτες μας ουδεμία ενημέρωση είχαν από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα ή από άλλο δικαιοδοτικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου για τέτοια καταγγελία, πολλώ δε μάλλον δεν είχαν ενημέρωση για το πρόσωπο που πιθανόν την κατέθεσε, καθώς και για το περιεχόμενο της. Αντιθέτως, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής, συγκέντρωσε διάφορα στοιχεία – όχι κατόπιν καταγγελίας – τα οποία, αντί να τα εξετάσει και αναλόγως προς την κρίση του να τα αποστείλει στην Ανακριτική Επιτροπή, τα απέστειλε απευθείας στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου. Όμως, η κατάθεση των στοιχείων αυτών στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου δεν συνιστά καταγγελία, όπως απαιτείται και προβλέπεται το άρθρο 2 πργφ. 1 του ΚΧΕΚ (Παράρτημα Β’, ΙΙ. Ποινική Δικονομία). Συνεπώς ουδέποτε ξεκίνησε η διαδικασία ενώπιον της Ιεράς Συνόδου ως δικαιοδοτικού οργάνου, πέραν του ότι η Ιερά Σύνοδος ήταν αναρμόδια, για να κρίνει τα στοιχεία αυτά. Ενώ το ορθόν θα ήταν, εάν υπήρχε καταγγελία:
– ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 79 Α του ΚΧΕΚ
– ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 13 πργφ. 1 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία).
Β. Κατά την διάταξη του άρθρου 78 πργφ. 3 του ΚΧΕΚ: «Στη δικαιοδοσία των οργάνων αυτών (εννοούνται ο Επαρχιούχος Αρχιερεύς, τα Επισκοπικά Δικαστήρια, το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο και η Ιερά Σύνοδος) υπάγονται κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί…». Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 78 πργφ. 5 του ΚΧΕΚ: «Ως κληρικοί νοούνται οι Επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Στους μοναχούς περιλαμβάνονται και οι μοναχές».
Επίσης:
Όσον αφορά στον Επιχώριο Αρχιερέα:
α) κατά την διάταξη του άρθρου 79 Α πργφ. 1 του ΚΧΕΚ: «Ο Επιχώριος Αρχιερεύς εκδικάζει ήσσονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα πρεσβυτέρων και διακόνων….» και
β) κατά την πργφ. 2 της ίδιας διατάξεως: «Ο Αρχιερεύς επιβάλλει, ύστερα από κλήση σε ακρόαση, εκκλησιαστικά επιτίμια σε μοναχούς και λαϊκούς».
Όσον αφορά στα Επισκοπικά Δικαστήρια, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 Β του ΚΧΕΚ: «Το Επισκοπικό Δικαστήριο εκδικάζει εκκλησιαστικά αδικήματα πρεσβυτέρων και διακόνων….»
Όσον αφορά στο Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο, κατά την διάταξη του άρθρου 79 Γ ΚΧΕΚ: «Το Συνοδικό Δικαστήριο εκδικάζει σε πρώτο βαθμό, μείζονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα πρεσβυτέρων και διακόνων, ….»
Τέλος, όσον αφορά στην Ιερά Σύνοδο:
α) κατά την διάταξη του άρθρου 79 Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ: «Η Ιερά Σύνοδος…, εκδικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα Αρχιερέων…» και
β) κατά την διάταξη του άρθρου 79 Δ πργφ. 3 του ΚΧΕΚ: «Η Ιερά Σύνοδος είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την επιβολή της ποινής του αναθέματος (μεγάλου αφορισμού) για όλα τα μέλη της Εκκλησίας»
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι :
- Οι μοναχοί και οι μοναχές κρίνονται: από τον Επιχώριο Αρχιερέα για ήσσονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα από την Ιερά Σύνοδο μόνο για την περίπτωση επιβολής του μεγάλου αφορισμού.
- Οι κληρικοί, δηλαδή οι κατέχοντες τον βαθμό του Διακόνου και του Πρεσβυτέρου, όχι όμως και του Επισκόπου κρίνονται:
– είτε από τον Επιχώριο Αρχιερέα για ήσσονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα (79 Α) είτε από το Επισκοπικό Δικαστήριο για εκκλησιαστικά αδικήματα μέσης σημασίας (79 Β) είτε από το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο για εκκλησιαστικά αδικήματα μείζονος σημασίας (79 Γ).
Οι Αρχιερείς, δηλαδή οι κληρικοί που κατέχουν τον βαθμό του Επισκόπου κρίνονται από την Ιερά Σύνοδο:
– είτε για εκκλησιαστικά αδικήματα είτε για την επιβολή της ποινής του μεγάλου αφορισμού.
Οι ιερομόναχοι, αν και ανήκουν τόσο στην τάξη των μοναχών όσο και στην τάξη των κληρικών, αφ’ ης στιγμής δεν κατατάσσονται στους κληρικούς με ρητή πρόβλεψη του Καταστατικού Χάρτη, θα υπαχθούν ερμηνευτικώς στην τάξη των μοναχών. Υπό αυτό όμως το πρίσμα, δύνανται – συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 79 Α πργφ. 2 – να κριθούν μόνον από τον Επιχώριο Αρχιερέα για ήσσονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα, μετά από κλήση σε ακρόαση, υποκείμενοι μόνο σε εκκλησιαστικό επιτίμιο.
– Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, οι πελάτες μας, ως μοναχοί, υπόκεινται στην κρίση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, ο οποίος είχε βάσει του Καταστατικού Χάρτη την αρμοδιότητα, να τους κρίνει και να τους επιβάλλει εκκλησιαστικό επιτίμιο. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, αντί να τους καλέσει σε ακρόαση και να επιβάλλει εις αυτούς – σε περίπτωση που έκρινε, ότι διέπραξαν κανονικό παράπτωμα κάποιο εκκλησιαστικό επιτίμιο, παρέπεμψε την υπόθεση τους αναρμοδίως στην Ιερά Σύνοδο, θεωρώντας σιωπηρώς αλλά εσφαλμένως – ότι προεχόντως αυτοί ήταν κληρικοί, αν και τα κανονικά παραπτώματα που κατά τα δημοσιεύματα, τους αποδίδονται, μόνο υπό την ιδιότητα του μοναχού θα μπορούσαν να είχαν τελέσει. Ενώ, θα έπρεπε:
– ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 79 Α του ΚΧΕΙ ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 13 πργφ. 1 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία).
Γ. Κατά την διάταξη του άρθρου 79 Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ: «Η Ιερά Σύνοδος, με σύνθεση στην οποία μετέχουν ο Πρόεδρός της και τουλάχιστον δώδεκα Αρχιερείς, εκδικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα Αρχιερέων και επιβάλλει τις ποινές: α) της μομφής, β) της αργίας, με ή χωρίς στέρηση αποδοχών, γ) της εκπτώσεως, και δ) της καθαιρέσεως».
Όπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη διάταξη, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου-όταν ενεργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο – είναι αρμόδιο αποκλειστικώς για την κρίση παραπτωμάτων Αρχιερέων και όχι λοιπών κληρικών ή μοναχών. Πέραν αυτής της αρμοδιότητας, η Ιερά Σύνοδος ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι αρμόδια (άρθρο 79 Δ πργφ. 2 ΚΧΕΚ) και για την περίπτωση της επιβολής της ποινής του μεγάλου αφορισμού.
Στη συγκεκριμένη υπό κρίσιν υπόθεση δεν συντρέχει καμία εκ των δύο περιπτώσεων, με αποτέλεσμα αναρμοδίως η Ιερά Σύνοδος δέχθηκε την κατάθεση των στοιχείων από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα και αναρμοδίως τα εξέτασε, όπως εξέτασε και τον Πανιερώτατο και στην συνέχεια εξέδωσε απόφαση, με την οποία παρέπεμψε εσφαλμένως την υπόθεση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Ενώ θα έπρεπε να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, προκειμένου ως αρμόδιος εκκλησιαστικός δικαστής να ασκήσει τις αρμοδιότητες του εκ του ΚΧΕΚ και:
– ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 79 Α του ΚΧΕΚ
– ή να ενεργήσει κατά το άρθρο 13 πργφ. 1 (Παράρτημα Β’, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία).
Δ. Κατά την διάταξη του άρθρου 13 πργφ. 1 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία) «Η Ανακριτική Επιτροπή αποφασίζει, μετά από καταγγελία του οικείου Αρχιερέως, ή, σε περίπτωση αρνήσεως ή παραλείψεως αυτού να υποβάλλει την καταγγελία, αυτεπάγγελτα, ή κατά παραγγελία της Ιεράς Συνόδου, για την διεξαγωγή ή μή ανακρίσεως…». Όπως προκύπτει από την συγκεκριμένη διάταξη, για να ασκηθεί ποινική δίωξη και να ακολουθήσει η εκδίκαση της υποθέσεως, απαιτείται η παραγγελία του οικείου Αρχιερέως προς την Ανακριτική Επιτροπή, ή σε περίπτωση αρνήσεως ή παραλείψεως αυτού
αυτεπάγγελτη ενέργεια της Ανακριτικής Επιτροπής, ή παραγγελία της Ιεράς Συνόδου προς την Ανακριτική Επιτροπή. Όμως, η Ιερά Σύνοδος – αν και επελήφθη αναρμοδίως – όχι μόνο, έστω και αναρμοδίως, δεν απέστειλε παραγγελία και εντολή προς την Ανακριτική Επιτροπή αλλά αντιθέτως, υποκαθιστώντας παρανόμως την Ανακριτική Επιτροπή, χωρίς καν να ακολουθήσει έστω και παρανόμως – στοιχειώδη προδικασία (π.χ. ανάκριση, απολογία εμού του ιδίου), αποφάσισε αναρμοδίως να ασκήσει ποινική δίωξη, κρίνοντας – αντιθέτως προς τις διατάξεις του ΚΧΕΚ – ότι η υπόθεση των πελατών μας χρήζει εκδικάσεως και την παρέπεμψε για εκδίκαση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο.
Ενώ το ορθόν θα ήταν, χωρίς να προχωρήσει σε καμία ενέργεια, να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα γις τις περαιτέρω δικές του δικαιοδοτικές ενέργειες, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω.
Ε. Κατά το άρθρο 78 πργφ. 2 του ΚΧΕΚ: «Τα δικαιοδοτικά όργανα, για την εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων, είναι τα εξής: α) ο Επαρχιούχος Αρχιερεύς, β) τα Επισκοπικά Δικαστήρια, γ) το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο, και δ) η Ιερά Σύνοδος». Κατά την συγκεκριμένη διάταξη, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης είναι ρητώς και σαφώς τέσσερα, αποκλειομένης οιασδήποτε ερμηνείας – συσταλτικής ή διασταλτικής. Συνεπώς, το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, στο οποίο η Ιερά Σύνοδος – παρανόμως αλλά αδιαμφισβητήτως – απέστειλε το φάκελο για εκδίκαση, είναι μη υπαρκτό και μη υποστατό δικαστήριο. Η δε απόφαση της Ιεράς Συνόδου της 18ης Σεπτεμβρίου 2023, η οποία εκλαμβάνεται ως η συστατική πράξη του ανωτέρω Δικαστηρίου, όχι μόνο δεν καταχωρήθηκε στο κείμενο του ΚΧΕΚ, με ταυτόχρονη τροποποιητική προσαρμογή συγκεκριμένων διατάξεων του ΚΧΕΚ, που αναφέρονται στο υποτίθεται καταργηθέν Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο, αλλά ούτε στην ίδια την απόφαση Ιεράς Συνόδου καταγράφεται πράξη καταργήσεως του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και συστάσεως του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Ενώ το ορθόν θα ήταν, η Ιερά Σύνοδος να μην παραπέμψει σε κανένα πολυμελές Δικαστήριο (Επισκοπικό ή Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο), πολλώ δε μάλλον στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, αλλά να αναπέμψει τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα για τις περαιτέρω δικές του δικαιοδοτικές ενέργειες, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω.
ΣΤ. Κατά την διάταξη του άρθρου 13 πργφ. 1 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Η Ανακριτική Επιτροπή αποφασίζει, μετά από καταγγελία του οικείου Αρχιερέως, ή, σε περίπτωση αρνήσεως ή παραλείψεως αυτού να υποβάλλει την καταγγελία, αυτεπάγγελτα, ή κατά παραγγελία της Ιεράς Συνόδου, για την διεξαγωγή ή μή ανακρίσεως…». Όπως προκύπτει από την συγκεκριμένη διάταξη, η Ανακριτική Επιτροπή επιλαμβάνεται μίας υποθέσεως:
– κατόπιν επιδόσεως σ’ αυτήν καταγγελίας από τον οικείο Αρχιερέα
– αυτεπαγγέλτως, σε περίπτωση αρνήσεως ή παραλείψεως του οικείου Αρχιερέως
– κατόπιν επιδόσεως σ’ αυτήν παραγγελίας της Ιεράς Συνόδου.
Περαιτέρω, κατά την ίδια διάταξη του ΚΧΕΚ, η Ανακριτική Επιτροπή είναι αρμόδια για την διεξαγωγή πλήρους και όχι συμπληρωματικής ανακρίσεως «Η Ανακριτική Επιτροπή αποφασίζει….., για τη διεξαγωγή, ή μή, ανακρίσεως, προς διερεύνηση….».
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω:
α) η Ανακριτική Επιτροπή ενεργοποιείται μόνο με τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους (καταγγελία, παραγγελία, αυτεπαγγέλτως), που να προέρχονται από τα δύο αυτά δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας, αποκλειομένων των Επισκοπικών Δικαστηρίων και του Πενταμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου. Πολλώ δε μάλλον αποκλειομένου του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, το οποίο όχι μόνον δεν αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη αλλά δεν είναι και υποστατό δικαιοδοτικό όργανο. Άρα, η Ανακριτική Επιτροπή εσφαλμένως αποδέχθηκε την παραπομπή του φακέλου εκ του μη αρμοδίου αλλά και μη υποστατού Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και αναρμοδίως κατ’ εσφαλμένη εντολή αυτού διεξάγει συμπληρωματικές ανακρίσεις, ενώ δεν θα έπρεπε ούτε πλήρη ανάκριση να διεξαγάγει. Το ορθόν θα ήταν να επιστρέψει τον φάκελο – τυπικώς – στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας και την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού, να της παρέξει εντολή για διενέργεια ανακρίσεως, πολλώ δε μάλλον συμπληρωματικής ανακρίσεως.
Ζ. Κατά την διάταξη του άρθρου 6 εδάφιο δ’ (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Δεν ασκούν σε οποιαδήποτε υπόθεση έργο Δικαστή, Ανακριτή, μέλους της Ανακριτικής Επιτροπής, Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως, ή Γραμματέως, όσοι: α)…,β)…,γ)…, δ) έχουν εξετασθεί ως μάρτυρες, ή γνωμοδοτήσει σε σχέση με την υπόθεση». Κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, αποκλείονται αυτοδικαίως και αυτεπαγγέλτως από τη εκτέλεση καθηκόντων μέλους Δικαστηρίου, Ανακριτή, μέλους Ανακριτικής Επιτροπής, Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα ή Γραμματέα, όσοι έχουν γνωμοδοτήσει σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση. Στην υπό κρίσιν υπόθεση μας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, επιληφθείσα του φακέλου που κατέθεσε ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, αποφάσισε ομοφώνως υπέρ της απευθείας παραπομπής της υποθέσεως – χωρίς προανάκριση, απολογία κατηγορουμένων και άσκηση ποινικής διώξεως – στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο, όλα τα μέλη – Αρχιερείς της Ιεράς Συνόδου διατύπωσαν τη γνώμη τους υπέρ της παραπομπής μας, για να δικασθώ από Συνοδικό Δικαστήριο, γνώμη η οποία αποτελεί αμάχητο τεκμήριο, ότι κάθε ένα από τα μέλη της Ιεράς Συνόδου διαπίστωσε, ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ότι τελέσαμε εκκλησιαστικό αδίκημα, που εμπίπτει στην δικαιοδοσία πολυμελούς δικαιοδοτικού οργάνου.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου έχουν εκπεφρασμένη άποψη, ότι όντως υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, πως τελέσαμε εκκλησιαστικό αδίκημα:
– πώς εξ αυτών θα επιλεγούν μέλη της Ανακριτικής Επιτροπής, ώστε βάσει του άρθρου 13 του ΚΕΚ να διερευνήσουν, αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ότι τελέσαμε εκκλησιαστικό αδίκημα, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα πολυμελούς δικαστηρίου;
– πώς εξ αυτών θα επιλεγούν μέλη πολυμελούς δικαστηρίου, προκειμένου να κρίνουν, με βάση το ανακριτικό υλικό και το πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής, αν έχουμε τελέσει εκκλησιαστικό αδίκημα;
Αφού και στις δύο περιπτώσεις, έχουν ήδη εκπεφρασμένη άποψη υπέρ του αντιθέτου. Συνεπώς, στα πρόσωπα όλων των μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου υφίσταται λόγος αποκλεισμού των από την σύνθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, καθώς και από την σύνθεση των πολυμελών εκκλησιαστικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 8 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Τα περί αποκλεισμού και εξαιρέσεως δικαστικών προσώπων έχουν εφαρμογή μόνο επί πολυμελών δικαιοδοτικών οργάνων».
Η. Κατά την διάταξη του άρθρου 7 πργφ. 1(Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Οι ανωτέρω λόγοι αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων από την άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση είναι και λόγοι εξαιρέσεως τους». Κατά τη συγκεκριμένη διάταξη, η οποία εσφαλμένως αναφέρεται σε λόγους εξαιρέσεως, αφού στην πραγματικότητα ρυθμίζει τους λόγους αποχής και όχι τους λόγους εξαιρέσεως, τα πρόσωπα, που αποκλείονται κατά το άρθρο 6 πργφ. 1 αυτοδικαίως και αυτεπαγγέλτως από τη εκτέλεση καθηκόντων μέλους Δικαστηρίου, Ανακριτή, μέλους Ανακριτικής Επιτροπής, Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα ή Γραμματέα, και ειδικότερα τα πρόσωπα που έχουν γνωμοδοτήσει σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση, υποχρεούνται να ζητήσουν να απέχουν να αυτοεξαιρεθούν, δηλώνοντας κατά την πργφ. 3 του προαναφερθέντος άρθρου 7 αμέσως στην Ανακριτική Επιτροπή ή στο Δικαστήριο, το γνωστό σ’ αυτά λόγο εξαιρέσεως τους – αποχής τους.
Συνεπώς, όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, όφειλαν μετά την λήψη της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου για την παραπομπή των πελατών μας σε δίκη, να δηλώσουν την αποχή τους – την αυτοεξαίρεση τους από το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο και στη συνέχεια και από την ίδια την Ανακριτική Επιτροπή.
Θ. Κατά την διάταξη του άρθρου 7 πργφ. 2 (Παράρτημα Β’, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Τα ανωτέρω δικαστικά πρόσωπα είναι περαιτέρω εξαιρετέα, εάν έχουν διαγείρει, ή διαγείρουν, υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή υφίστανται γεγονότα, που εμφανώς είναι ικανά να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων τους». Όπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη διάταξη, όσοι κληρικοί δεν παρέχουν εχέγγυα αμεροληψίας ως προς την κρίση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη Δικαστηρίου, ως Ανακριτές ως μέλη Ανακριτικής Επιτροπής, ως Εκκλησιαστικοί Εισαγγελείς ή ως Γραμματείς, οφείλουν να δηλώσουν αμέσως τον λόγο αυτόν και να απέχουν – να αυτοεξαιρεθούν από την άσκηση των καθηκόντων αυτών.
Συνεπώς, όλα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, που εξέφρασαν θετική άποψη υπέρ της παραπομπής μου σε δίκη ενώπιον του Εξαμελούς Δικαστηρίου, λόγω της απόψεως τους αυτής δημιουργούν σαφώς υπόνοιες μεροληψίας και αυτονοήτως η διατύπωση της συγκεκριμένης απόψεως είναι ικανή να δικαιολογήσει δυσπιστία για την αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη Συνοδικού Δικαστηρίου, Ανακριτικής Επιτροπής ή Εκκλησιαστικού Εισαγγελέα, συμφώνως προς το προαναφερθέν άρθρο 7 πργφ. 2. Συνεπώς, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου οφείλουν να απέχουν – να αυτοεξαιρεθούν από τα προαναφερθέντα καθήκοντα, ως δημιουργούντα υπόνοιες μεροληψίας ως προς την κρίση τους για την υπόθεση των πελατών μας.
Επισημαίνουμε, ότι στις περιπτώσεις του αποκλεισμού και της αποχής (αυτοεξαιρέσεως) δεν εφαρμόζεται το άρθρο 10 πργφ. 4 (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία), κατά την οποία: «Δεν επιτρέπεται να ζητηθεί η εξαίρεση του συνόλου των μελών πολυμελούς δικαιοδοτικού οργάνου, που συγκροτείται από Αρχιερείς, ή τόσου αριθμού Αρχιερέων, ώστε να καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση του Δικαστηρίου», διότι ο περιορισμός αυτό ισχύει μόνο για την περίπτωση, που η αίτηση εξαιρέσεως υποβάλλεται από τον κατηγορούμενο και όχι στις περιπτώσεις του αποκλεισμού και της αποχής (αυτοεξαιρέσεως), οι οποίες επισημαίνονται από μας με το παρόν Υπόμνημα.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 πργφ. 2 εδάφιο β ́ (Παράρτημα Β ́, Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ΙΙ. Ποινική Δικονομία): «Κατ’ εξαίρεση, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τέτοια μέσα, εάν με αυτά αποδεικνύεται αδίκημα κωλυτικό της ιερωσύνης και με την προϋπόθεση ότι η προσαγωγή του γίνεται από το πρόσωπο, που έλαβε το εν λόγω αποδεικτικό μέσο». Όπως προκύπτει από την συγκεκριμένη διάταξη, ενώ κατά το α ́ εδάφιο της ίδιας παραγράφου δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψιν για την απόδειξη της ενοχής και την λήψη της ποινής, αν αυτά έχουν ληφθεί παρανόμως, με αυτήν την διάταξη καθίσταται επιτρεπτή η χρήση παρανόμων αποδεικτικών μέσων, υπό δύο όμως προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι, η χρήση του αποδεικτικού μέσου αποδεικνύεται αδίκημα κωλυτικό της ιερωσύνης. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι, η προσαγωγή του αποδεικτικού μέσου να γίνεται από το πρόσωπο, που το έλαβε. Στην υπό κρίσιν περίπτωση, τα επίμαχα παράνομα ληφθέντα αποδεικτικά μέσα είναι βίντεο, που προέρχονται από λήψεις των καμερών του κλειστού κυκλώματος παρακολουθήσεως της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ, το οποίο τοποθετήθηκε νομίμως για λόγους ασφαλείας, και όχι από λήψεις βιντεοκάμερας, την οποία χειριζόταν ατομικώς συγκεκριμένο πρόσωπο.
Συνεπώς, οι αποσπασματικές λήψεις, που βρίσκονται στον φάκελο της υπό κρίσιν υποθέσεως, δεν λήφθηκαν από το πρόσωπο, που τα προσκόμισε αλλά υπεκλάπησαν προφανώς από αυτό το πρόσωπο από το σύστημα παρακολουθήσεως ή και αλλιώς με παράνομο τρόπο εξ αποστάσεως. Στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, όταν εγκαταστάθηκε αυτό, χωρίς μάλιστα δυνατότητα ηχητικής καταγραφής, πρόσβαση είχαν:
- Ο πρώτος εξ αυτών, σαν administrator, ο οποίος είχε πλήρη πρόσβαση
- Ο δεύτερος εξ αυτών, ο οποίος μπορούσε να βλέπει και να αναπαράγει καταγραμμένο βίντεο, αλλά δεν μπορούσε να βλέπει τις κάμερες του γραφείου.
- Ο Πατήρ Βαρνάβας, αδελφός της Ιεράς Μονής, ο οποίος μπορούσε να βλέπει όλες τις περιμετρικές κάμερες και αυτές που βρίσκονταν εντός της Εκκλησίας και στον τάφο. Δεν μπορούσε να βλέπει τις κάμερες του γραφείου και δεν μπορούσε να αναπαράγει καταγραμμένο βίντεο).
Στη συνέχεια, περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2023, κατόπιν εντολής του πρώτου εξ αυτών, η πρόσβαση του π. Βαρνάβα περιορίσθηκε μόνον στις περιμετρικές κάμερες των κτιρίων της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ, όταν δε αρχές Ιανουαρίου 2024 αυτός απεχώρησε από την Ιερά Μονή, καταργήθηκαν κατόπιν εντολής του πρώτου εξ αυτών για λόγους ασφαλείας οι υφιστάμενοι κωδικοί πρόσβασης και διαγράφηκαν όλα τα αρχεία από το κλειστό κύκλωμα, ενώ δημιουργήθηκαν νέοι κωδικοί. Κατά την αλλαγή όμως των κωδικών πρόσβασης στο κύκλωμα από απόσταση, διαπιστώθηκε, ότι περιέργως το σύστημα δεν λειτουργούσε και αναγκαστικώς με νέες διαδικασίες όλο το κύκλωμα επαναρυθμίστηκε από μηδενικής βάσεως και ορίσθηκε ο πρώτος εξ αυτών ξανά ως administrator με νέους κωδικούς ασφαλείας για αμφοτέρους εξ αυτών.
Τέλος, κατά τις 3 Μαρτίου 2024, ημέρα Κυριακή, κατόπιν εντολής του πρώτου εξ αυτών τέθηκαν εκτός λειτουργίας οι τρεις κάμερες από τα γραφεία και διαγράφηκαν όλα τα δεδομένα από τους δίσκους του κυκλώματος.
Με δεδομένο, ότι πελάτες μας ουδείς εξ αυτών προσκόμισε τις βιντεολήψεις, ο μόνος ο οποίος απομένει είναι ο πρώην αδελφός της Ιεράς Μονής π. Βαρνάβας. Ο οποίος επαναλαμβάνουμε δεν προέβη με δική του κάμερα στην λήψη των προσκομισθέντων βιντεολήψεων αλλά περιήλθαν στην κατοχή του με μη νόμιμο τρόπο και ή αλλιώς εξασφαλίστηκαν εξ αποστάσεως πάλι με παράνομο τρόπο, αφού δεν είχε τους κωδικούς προσβάσεως. Συνεπώς, τα συγκεκριμένα παράνομα αποδεικτικά μέσα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 πργφ. 2, εδάφιο β ́ και για τον λόγο αυτό είναι παράνομα και απαγορεύεται η χρήση τους τόσο για την απόδειξη της ενοχής όσο και για την επιβολή της ποινής.
ΙΑ. Κατά την διάταξη του άρθρου 70, πργφ. 3, α ́ εδάφιο ΚXEK: «Επιφυλασσομένων των περί ελέγχου διατάξεων του Παραρτήματος Γ ́ του παρόντος, ο Αρχιερεύς, προκειμένου για Επαρχιακές Μονές, ή η Ιερά Σύνοδος, προκειμένου για Σταυροπηγιακές Μονές, μπορεί να διατάσσει έρευνα, για την διαχείριση της περιουσίας τους και να προβαίνει στις δέουσες παρατηρήσεις και ενέργειες, για τη διαφύλαξη της μοναστηριακής περιουσίας και την καλή διαχείρισή της».
Κατά δε το β ́ εδάφιο της αυτής διατάξεως: «Ο Αρχιερεύς, ή η Ιερά Σύνοδος, μπορούν και να επιβάλλουν πνευματικές ποινές, σε περιπτώσεις ανώμαλης διαχειρίσεως, ή, όταν δεν εισακούονται, στις υποδείξεις τους».
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφώς, ότι ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, έχει εκ του Καταστατικού Χάρτη το δικαίωμα, να διατάσσει έρευνα για τον τρόπο και τα αποτελέσματα διαχειρίσεως της περιουσίας της Ιεράς Μονής μας. Η έρευνα αυτή, θεμελιούμενη ως κανονικό δικαίωμα στον 8ο κανόνα της Δ ́Οικουμενικής Συνόδου, δύναται να διαταχθεί οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως αν υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις κακής διαχειρίσεως ή όχι. Σε περίπτωση, δε, που ήθελε διαπιστωθεί κακή διαχείριση, ή ανυπακοή σε πιθανές υποδείξεις, ο Πανιερώτατος είχε και έχει το δικαίωμα συμφώνως προς τον ΚΧΕΚ να επιβάλλει στους πελάτες μας μόνον πνευματική ποινή.
Αντ’ αυτού, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας απευθύνθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου κατά σαφή παράβασιν του ΚΧΕΚ και κατά σαφή παράλειψιν των αρμοδιοτήτων του.
ΕΠΕΙΔΗ ουδέποτε υπήρξε επίσημη έγγραφη καταγγελία προς τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα.
ΕΠΕΙΔΗ ουδέποτε κινήθηκε ενέκεν τούτου του γεγονότος η διαδικασία ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, θεωρώντας εσφαλμένως ότι κινήθηκε η διαδικασία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, παρέπεμψε αναρμοδίως την υπόθεση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου αντί στην Ανακριτική Επιτροπή.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, αντί να αναπέμψει ως αναρμόδια τον φάκελο στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, αναρμοδίως εξέτασε την υπόθεση και αναρμοδίως παρέπεμψε την υπόθεση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, αν και εσφαλμένως επελήφθη της υποθέσεως, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, χωρίς να διενεργήσει προανάκριση (ανάκριση, απολογία κατηγορουμένου) αλλά με σιωπηρή άσκηση ποινικής διώξεως.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, επελήφθη το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, καθόσον αυτό δεν έχει συσταθεί νομίμως και κατά συνέπειαν είναι μη υποστατό.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, αν και μη υποστατό, αποφάσισε αντί της εκδικάσεως, την παραπομπή για συμπληρωματική ανάκριση στην Ανακριτική Επιτροπή.
ΕΠΕΙΔΗ η συμπληρωματική ανάκριση προϋποθέτει προϋφιστάμενη ανάκριση, η οποία όμως ουδέποτε έλαβε χώρα κατά τις προβλέψεις του ΚΧΕΚ ούτε από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα ούτε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου ούτε από το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, η Ανακριτική Επιτροπή διατάχθηκε να διεξάγει συμπληρωματική ανάκριση.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, η Ανακριτική Επιτροπή διατάχθηκε για διεξαγωγή συμπληρωματικής ανακρίσεως από το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο και όχι από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα ή την Ιερά Σύνοδο.
ΕΠΕΙΔΗ κατ ́ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, η Ανακριτική Επιτροπή διεξάγει ανακρίσεις μετά από καταγγελία ή παραγγελία από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ασκούν καθήκοντα Δικαστή, Ανακριτή, μέλους Ανακριτικής Επιτροπής, ενώ υπάρχει στο πρόσωπο τους λόγος αποκλεισμού από τα ανωτέρω καθήκοντα.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου ασκούν καθήκοντα Δικαστή, Ανακριτή, μέλους Ανακριτικής Επιτροπής, ενώ υπάρχει στο πρόσωπο τους λόγος αποχής από τα ανωτέρω καθήκοντα αλλά αυτά δεν τον δήλωσαν.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, ενώ ουδέποτε κληθήκαν οι πελάτες μας σε απολογία ασκήθηκε εναντίον τους σιωπηρή ποινική δίωξη και παραπεμφθήκαμε εσφαλμένως και αναρμοδίως να δικασθούν ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου.
ΕΠΕΙΔΗ κατ ́ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, ενώ ουδέποτε κληθήκαν σε απολογία αλλά ασκήθηκε σιωπηρώς εναντίον τους ποινική δίωξη και παραπεμφθήκαν ως κατηγορούμενοι να δικασθούν ενώπιον του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, αναμένεται να κληθούν και να
καταθέσουν ως μάρτυρες ενώπιον της Ανακριτικής Επιτροπής, προκειμένου να ασκηθεί στη συνέχεια ξανά – αλλά σαφώς αυτή την φορά – ποινική δίωξη εναντίον τους και τότε να απολογηθούν, για να ξαναπαραπεμφθούν ως κατηγορούμενοι στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο.
ΕΠΕΙΔΗ κατ’ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, τόσο από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα όσο και από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο και την Ανακριτική Επιτροπή χρησιμοποιήθηκαν μη επιτρεπτά παράνομα αποδεικτικά μέσα για τους πιο πάνω λόγους που σας έχουμε αναφέρει.
ΕΠΕΙΔΗ κατ ́ αντίθεσιν προς τον ΚΧΕΚ, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας δεν άσκησε τις ενδεδειγμένες αρμοδιότητες του για διεξαγωγή έρευνα ως προς την οικονομική διαχείριση της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ αλλά κίνησε εσφαλμένως την διαδικασία ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τόσο από τυπικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Α) Εξαιτούμε να ακυρωθεί η μέχρι τούδε διαδικασία, ήτοι η διαδικασία ενώπιον του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου, του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου και της Ανακριτικής Επιτροπής και
Β) αιτείται επίσης, ασκώντας το κανονικό δικαίωμα των πελατών μας που απορρέει από τον 14° κανόνα της τοπικής συνόδου της Σαρδικής, να επιληφθεί εξ υπαρχής και από μηδενικής βάσεως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Γεώργιος, συμφώνως όμως πλέον με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου».
Leave a Comment
Your email address will not be published. Required fields are marked with *